- αργαλεύω
- μετ.1) склочничать, сплетничать; 2) устраивать скандал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργαλεύω — 1. κουνάω 2. ανακατεύω ψάχνοντας 3. δημιουργώ ζητήματα στους άλλους … Dictionary of Greek